- γουργουλίζω
- [γουργούλα]προωθώ βάρκα με τη γουργούλα, με το ουράδιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γουργουρίζω — και γουργουλίζω 1. κάνω γαργάρα 2. (για στενόλαιμα αγγεία) παράγω ιδιόρρυθμο ήχο κατά το άδειασμα τού νερού 3. (για τα έντερα) παράγω ιδιόρρυθμο ήχο λόγω τής μετακινήσεως τών αερίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο γουρ γουρ (πρβλ. αρχ.… … Dictionary of Greek
gâng — gîng s.n. – Zgomot. Creaţie expresivă, care imită mai cu seamă zumzetul insectelor. Este cuvînt rar, care abia dacă figurează în unele dicţionare. cf. aceeaşi intenţie expresivă în ga › gîgîi, şi în gr. γογγίζω, sl. gągnati, ngr. γουργουλίζω a… … Dicționar Român